- στειναύχην
- στειναύχην, ενος, ὁ, ἡ,A narrow-necked, [dialect] Ion. for
στεν-, λάγυνος AP 6.248
(Marc. Arg.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεν-, λάγυνος AP 6.248
(Marc. Arg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στειναύχην — narrow necked masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειναύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α βλ. στεναύχην … Dictionary of Greek
στεναύχην — και ιων. τ. στειναύχην, ενος, ὁ, Α (για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + αὐχήν, ένος] … Dictionary of Greek